-
1 αθάνατος
-
2 ἀθάνατος
-
3 αθανατος
2 и 3(θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный(θεοί Hom., Hes.; αἰγίς, κακόν Hom.; χάρις Her.; ἀρετή Soph.; φλόξ Arph.; σοφία Isocr.)
ἀ. ἀνήρ Her. «бессмертный» ( солдат из числа οἱ ἀθάνατοι 2) -
4 αθάνατος
αθάνατος, -η, -ο1) бессмертный, тот кто живет вечно;2) незабвенный, бессмертный, вечный: -
5 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
6 αθάνατος
-
7 ἀθάνατος
ἀ|θάνατος, ον бессмертный (ср. Афанасий) -
8 αθάνατος
-
9 αθάνατος
[атаиатос] εκ. бессмертный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθάνατος
-
10 ἀθάνατος
-
11 αθάνατος
[атаиатос] επ бессмертный. -
12 ἀθάνατος
A undying, immortal, Hom., etc.; ἀ. πρόσωπον, of Aphrodite, Sapph.1.14:— hence ἀθάνατοι, οἱ, the Immortals, Hom., Pi.Pae.6.50, etc.; ἀθάναται ἅλιαι, i.e. the sea goddesses, Od.24.47: [comp] Comp. .II of things, etc., everlasting, perpetual,ἀ. κακόν Od.12.118
;χάρις Hdt.7.178
; ἀρετή, ἀρχά, S.Ph. 1420, OT 905 (lyr.); κλέος, μνήμη, B.12.65, Lys.2.81;συκοφάντης Hyp.Lyc.2
; ἀ. ὁ θάνατος 'death that cannot die', Amph.8; of Nisus' purple locks, ἀ. θρίξ on which life depended, A.Ch. 619.III οἱ ἀ. the immortals, a body of Persian troops in which vacancies were filled up by successors already appointed, Hdt.7.83, 211; so ἀ. ἀνήρ one whose successor in case of death is appointed (as we say, the king never dies), ib.31; of a standing army, D.C.52.27.2 maintained at a constant figure, (iii B. C.), PThead.30.6 (iii A. D.);αἶγες PStrassb.30.6
(iii A. D.); διὰ τὸ ἀθάνατον (sc. τὸ παιδίον)αὐτὴν ἐπιδεδέχθαι τροφεύειν BGU1106.25
(Aug.).IV = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.V Adv.ἀθανάτως, εὕδειν AP9.570
(Philod.). [ ᾱθ- always in the Adj. and all derivs., v. subἀ- 1
fin.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθάνατος
-
13 άθάνατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > άθάνατος
-
14 ἀθάνατος
ἀ-θάνατος, Unsterblichkeit verleihend; unsterblich, von den Göttern; auch von Sachen, die den Göttern gehören; dann übh. immerwährend, ewig; eine Soldatenschar bei den Persern (dem schon bei Lebzeiten ein Nachfolger bestimmt ist) -
15 αθάνατος
беcмртенГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αθάνατος
-
16 αθάνατος
immortel -
17 αθάνατος
1) nieśmiertelny przym.2) wieczny przym. -
18 αθάνατος
nesmrtelný -
19 αθάνατος
immortalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αθάνατος
-
20 immortel
αθάνατος
См. также в других словарях:
ἀθάνατος — undying masc nom sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… … Dictionary of Greek
αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθάνατος, Κώστας — (Καλαμάτα 1896 – Αθήνα 1970). Ψευδώνυμο του δημοσιογράφου Κώστα Καραμούζη. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Ως πολεμικός ανταποκριτής συγκέντρωσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του Περπατώντας η Δόξα. Τα… … Dictionary of Greek
ἀθανατώτερον — ἀθάνατος undying adverbial comp (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg (epic) ἀθάνατος undying masc acc comp sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp sg ἀθάνατος undying adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατωτέρων — ἀθάνατος undying fem gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl (epic) ἀθάνατος undying fem gen comp pl ἀθάνατος undying masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτω — ἀθάνατος undying masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀ̱θανάτω , ἀθανατόω make immortal imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτως — ἀθάνατος undying adverbial (epic) ἀθάνατος undying masc acc pl (epic doric) ἀθάνατος undying adverbial ἀθάνατος undying masc/fem acc pl (doric) ἀ̱θανάτως , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθανατόω make immortal imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάνατον — ἀθάνατος undying masc acc sg (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg (epic) ἀθάνατος undying masc/fem acc sg ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανάτων — ἀθάνατος undying fem gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/neut gen pl (epic) ἀθάνατος undying masc/fem/neut gen pl ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱θανάτων , ἀθανατόω make immortal imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθανατώτερα — ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl (epic) ἀθάνατος undying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)